- εξαποστολή
- η уст.1) отсылание, отправление; 2) спешная посылка, направление, рассылка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐξαποστολῇ — ἐξαποστολή sending away fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαποστολή — sending away fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαποστολή — η (Α ἐξαποστολή) [εξαποστέλλω] 1. η αποστολή έξω, σε μακρινό μέρος 2. βίαιη αποπομπή, εκδίωξη 3. βολή βλήματος … Dictionary of Greek
ἐξαποστολαῖς — ἐξαποστολή sending away fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαποστολῆς — ἐξαποστολή sending away fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαποστολήν — ἐξαποστολή sending away fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
изслание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. (греч. ἐξαποστολή) высылка. … … Словарь церковнославянского языка
περιέπω — ΝΑ περιποιούμαι, φροντίζω (α. «περιέπω διά τιμών» β. «κροκόδειλον... περιέποντες ὡς κάλλιστα», Ηρόδ.) αρχ. 1. κακομεταχειρίζομαι («ἅτε πολεμίους περιέπεσθαι», Ηρόδ.) 2. προσέχω άγρυπνα («ἐφήδρευον τῇ τῆς λείας ἐξαποστολῇ περιέποντες», Πολ.).… … Dictionary of Greek